Η Γούνιτσα

(Αμυγδαλέα)

 

 

-- ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

-- ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

-- ΚΛΑΣΙΚΗ και ΡΩΜΑΪΚΗ

-- ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

-- ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ

1500-1881 Η Γούνιτσα σε χειρόγραφα και μοναστηριακους κωδικες
1650-1667 Η Γούνιτσα σε τουρκικά κατάστοιχα
1806-1880 Αναφορές της Γούνιτσας από περιηγητές και γεωγράφους
1881-1897 Από την απαλευθέρωση μέχρι το ελληνοτουρκικό  πόλεμο του 1897

Αναφορές της Γούνιτσας στον τύπο

Το τσιφλίκι της Γούνιτσας
Οι ιχθυοπαγίδες (Νταϊλιάνια)
Το πορθμείο (Καράβι)

 

-- ΑΘΛΗΤΙΚΑ

-- ΝΕΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

-- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

-- ΧΡΗΣΙΜΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ

-- ΣΥΖΗΤΗΣΗ

 

 

-- ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ:

 

 

Στείλτε το μήνυμά σας στη διεύθυνση:

gounitsa@otenet.gr

 

Η Γούνιτσα στο Facebook   Η Γούνιτσα στο Blogspot  

 

Κλικ εδώ για τη ανανεωμένη ιστοσελίδα της Γούνιτσας

 

 

ΝΕΩΤΕΡΗ  ΕΠΟΧΗ

ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΓΟΥΝΙΤΣΑΣ ΑΠΟ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΟΥΣ

 

Έτος 1806

 

     Αναφορές  για την Γούνιτσα συναντούμε στα περιηγητικά κείμενα, με πρώτο του άγγλου περιηγητή Ουίλλιαμ Μάρτιν Ληκ ( W.M. Leake) Βλ. W.M. Leake (μετάφραση Βασίλης Αργυρούλης), Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1806, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 43 (υπό έκδοση)., ο οποίος ήρθε εδώ στις 15 Δεκεμβρίου 1806, ερχόμενος από τη Λάρισα. Πέρασε πρώτα από τα Δένδρα, μετά από την περιοχή Γκρεμός ή Γκρέμουρας, για να επισκεφθεί τη θέση της ομηρικής πόλης Άργισσας ή Άργουρας, όπου αντίκρισε λιθοσωρούς, θεμέλια, ένα δωρικό κίονα και χωράφια γεμάτα με πέτρες και όστρακα, δίπλα στα πλημμυρισμένα νερά του Πηνειού.

     Αναφερόμενος ο Ουίλλιαμ Μάρτιν Ληκ, στο χωριό μας, γράφει τα εξής:

      « 15.12.1806

Στις 6:45 τουρκική ώρα[1], φθάσαμε στο πορθμείο (το πέρασμα με το καράβι) της Γούνιτσας, η οποία είναι ένα ελληνικό χωριουδάκι στη δεξιά όχθη του Σαλαμβριά (Πηνειού), εκεί ακριβώς όπου προβάλλει προς την πεδιάδα της Λάρισας, από τα στενά[2], τα οποία είναι ένα πετρώδες φαράγγι μήκους μισού περίπου μιλίου. Ένας δρόμος ανεβαίνει στην αριστερή όχθη του ποταμού, κατά μήκος των στενών, προς το Ζάρκο και ένας άλλος διακλαδίζεται προς το Δαμάσι το οποίο απέχει μιάμιση ώρα. Τα χωράφια στην αριστερή όχθη του ποταμού, απέναντι ακριβώς από τη Γούνιτσα [στο Πέρα Μέρος], στην πλαγιά του λόφου αλλά και στην πεδιάδα, είναι γεμάτα πέτρες και κομμάτια αρχαίας κεραμικής. Σε ένα μέρος, υπάρχουν θεμέλια αρχαίου τείχους. Πάνω προς την κορυφή υπάρχουν, επίσης, πολλά ερείπια ενός τείχους, του οποίου οι πέτρες δεν είναι συνεκτικές μεταξύ τους και το οποίο εκτείνεται από εκεί προς ένα χαμηλότερο γκρεμό του βουνού. Το βουνό σε αυτό το σημείο, είναι πολύ βραχώδες και απότομο, ειδικά προς τον ποταμό, και γι’ αυτό μόλις και μετά βίας χρειάζεται τεχνητή οχύρωση σ’ αυτό το σημείο. Μέσα ακριβώς στη δίοδο των στενών, αναβλύζει μία πλούσια πηγή[3] νερού από τους πρόποδες του βουνού(… )

(…) Αφού πέρασα με το πορθμείο για τη Γούνιτσα, βρήκα εκεί, μέσα σε ένα ναό[4], μία επιτύμβια στήλη στη μνήμη κάποιου Κορικού από τη γυναίκα του Μελέτη, κόρη του Σωσία:[5]

     Έξω από τον οικισμό είναι συγκεντρωμένες πολλές μυλόπετρες, οι οποίες κατασκευάζονται σε ένα γειτονικό λατομείο και είναι έτοιμες εδώ να μεταφερθούν μέσω του ποταμού. Αμέσως μετά τον οικισμό, ο ποταμός εκτρέπεται μερικώς ως κανάλι για τους μύλους, και για την άρδευση. Το πορθμείο αποτελεί το σύνηθες μέσο επικοινωνίας από τον Τύρναβο, τη λαρισινή πεδιάδα και την Ελασσόνα με κατεύθυνση προς το Χατζηλάρ (Κραννώνα) και τα Φάρσαλα».


1] Η τουρκική ώρα 6:45 είναι η ευρωπαϊκή 12:45

2] Τα στενά αναφέρονται παλαιότερα ως Στενά της Γούνιτσας. Μετά την αλλαγή της ονομασίας του χωριού άρχισαν να αναφέρονται στη νέα βιβλιογραφία ως Στενά του Καλαμακίου. Οι κάτοικοι του χωριού χρησιμοποιούν τη λέξη Μπογάζι, η οποία στα τουρκικά, σημαίνει στενό και σχετίζεται και με την τουρκική ονομασία του χωριού, Ντογαντζί Μπογαζί.

3] Ο W.M. Leake, αναφέρεται στην μεγαλύτερη από τις 5-6 πηγές των Στενών του Καλαμακίου με την ονομασία Λούτζια, όπου κάθε άνοιξη ένα είδος ψαριών του Πηνειού, τα σύρτια, ανέβαιναν τα ορμητικά νερά της και εναπόθεταν τον γόνο τους. Ήταν δε τόσο μεγάλο το πλήθος τους, που γινόταν εύκολη λεία των κατοίκων, οι οποίοι μπορούσαν να τα περισυλλέγουν χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια τους.

4] Τον ναό του Αγίου Νικολάου.

5] Πρόκειται για την μαρμάρινη επιτύμβια στήλη που δημοσιεύεται στο κεφάλαιο Κλασική και ρωμαϊκή εποχή

 

 


 

Έτος 1817

 

        

 

     Ο Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος στο έργο του «Ιστορική τοπογραφία της τωρινής Θετταλίας», έκδοση του Θεσσαλικού Ημερολογίου, έτος 2005, σελ.143, αναφέρει:«Γούντζα, τούρκικα Ντογαντζί, το παλαιόν Γόννοι και Γόνισσα, χωρίον ρεβενίσιον εις τα δεξιά της Σαλαβριάς με καμμιάν 50 σπήτια χριστιανικά εις το χώρισμα των βουνών, όπου περνά η Σαλαβριά, και ονομάζεται στενόν της Γούντζας. φαίνονται θεμέλια παλαιοκάστρου. απέχει από την Λάρισσαν 3 ώραις κατά το δυτικόν».

     ...και στην σελ. 79 για την βρύση στην Κομμένη Γη αναφέρει: «κάποιος Οσμάν πασιάς όπου είχε κάμη το γεφύρι εις τον Μπαμπάν, καθώς (§ 19.) ανέφερα, εβάλθηκε νε φέρη το νερόν όπού αναβρά αντίκρυ από το Ζάρκον, και απέχει έξ ώραις κατά το δυτικόν, αλλά φθάνοντας έως έξω από την πολιτείαν, απέθανε, και έμεινε το έργον ατελείωτον.(α)

     (α) Φαίνεται εις πολλά μέρη χαλασμένον αυτό το αξιόλογον ναραγώγι».

 

 


 

Έτος 1858

 

     Στις 7 - 8 Ιουλίου του 1858 ο Γαλλος (;) περιηγητής Λεόν Εζέ (Léon Heuzey) πέρασε από την Γούνιτσα και στο βιβλίο του "Οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία το 1858" περιγράφει τα εξής:

       " ... Ο Πηνειός, στο σημείο όπου τον συναντούμε, μπαίνει μέσα σ' ένα δασώδες και δαιδαλώδες φαράγγι. Μετά από  δύο ώρες δρόμο το μικρό τσιφλίκι Γούνησα  βρίσκεται στην έξοδο του φαραγγιού, κοντά στο αξιοπερίεργο άνοιγμα που φαίνεται ακόμα κι από τα περίχωρα της Λάρισας και απ' όπου νόμισα αρχικά ότι έβγαινε ο Τιταρήσιος. Κατά μήκος του χωριού, δίπλα στο ποτάμι, υπάρχουν υπέροχα πλατάνια, όπου πελαργοί κάνουν τις φωλιές τους πάνω από τα νερά, ενώ οι χήνες ψάχνουν για σκιά κάτω από τα κλαδιά τους. Η αντίθεση ανάμεσα σ' αυτήν τη δασωμένη όχθη και την άλλη τη βραχώδη που βρίσκεται  στο απέναντι μέρος μου θυμίζει την κοιλάδα των Τεμπών που είχα διασχίσει πριν δύο χρόνια. Μπορούμε να πούμε ότι ο Πηνειός στη διαδρομή του  σχηματίζει κάτι σαν μια δεύτερη κοιλάδα των Τεμπών.

     Σ' έναν από τους βράχους της απέναντι όχθης βρίσκω τα ερείπια του Άτραγα,¹ του φρουρίου που υπεράσπιζε στην αρχαιότητα τα στενά της Γούνιτσας. Η ακρόπολη τριγωνική, πλαισιωμένη από ένα μέρος με γκρεμούς, είναι κλεισμένη από τις δυο άλλες πλευρές με ένα κυκλώπειο τείχος, πολύ παλιό, ανακάτεμα από μεγάλα κομμάτια και αναρίθμητα μικρά συσσωρευμένα λιθάρια. Η πόλη βρισκόταν πιο χαμηλά, εκεί όπου η απόκρημνη πλαγιά αφήνει να φανούν μερικές σειρές τείχη, κοντά σε μια κατεστραμμένη εκκλησία του Αγίου Νικολάου.            

      Κουρασμένος μετά από τόσες μέρες ταξίδι πάνω στο άλογο, κάτω από τον θεσσαλικό ήλιο, αποφασίζω να σταματήσω λίγες ώρες σ' έναν μπαξέ που συναντούμε στην άκρη της πεδιάδας. Αυτό το είδος του αρκετά καλά φροντισμένου λαχανόκηπου μας αναγγέλλει ότι πλησιάζουμε στη Λάρισα, όπου θα φτάσουμε στην ώρα μας κατά το βραδάκι. Εδώ έχουμε τη χαρά να κόβουμε μόνοι μας πράσινα αγγούρια και να τα τρώμε ωμά. Η καλλιέργεια  γίνεται μ' έναν υδραυλικό τροχό, πράγμα σπάνιο για τον τόπο, και μπορούμε να αφήνουμε όση ώρα θέλουμε τα χέρια και τα γυμνά μας μπράτσα κάτω από το ολοκάθαρο και δροσερό  νερό που τρέχει ασταμάτητα»...


 ¹. Εσφαλμένως ο Εζέ τοποθετεί τα ερείπια του Άτραγα κοντά στη Γούνιτσα. Εκεί και στη θέση Γκρεμός ή Γκρέμουρας, επί του Πηνειού, τοποθετούνται τα ερείπια της αρχαίας πόλης Άργουρα ή Άργισσα. Τα ερείπια του Άτραγα βρίσκονται δύο χλμ. περίπου ΝΔ του σημερινού χωριού Πηνειάδα  (πρώην Ζάρκο Μαρί) Τρικάλων, από τη θέση "Καστρί" ή "Παλαιόκαστρο" έως τη θέση "Λεύκια" επί του βουνού Τίτανος ή Δοβρούτσι, και προς τα όρια του χωριού Κάστρο (πρώην Αλήφακας) Λαρίσης.               

 

 


 

Έτος 1859

 

     Στις 6 Απριλίου του 1859 ο περιηγητής (;) Πορφύριος Ουσπένσκυ (Porf. Uspenski) περνώντας από την Γούνιτσα, κάνει λόγο για τις Καμάρες και πιο συγκεκριμένα στο βιβλίο του "Περιήγηση στις Μονές των Μετεώρων το 1859" Θεσσαλικό ημερολόγιο, 43 (2003), αναφέρει: "...είχαμε διανύσει γύρω στα πέντε βέρτσια από τη Λάρισα όταν αντικρίσαμε  ένα περίτεχνο άνοιγμα της γης όπου, επιτέλους, είχαμε την τύχη να θαυμάσουμε το σχετικώς μικρό αλλά καταπράσινο δάσος που κάλυπτε τις όχθες του Πηνειού. Το ευλογημένο αυτό ποτάμι έχει τη μαγική ικανότητα να συντροφεύει τον ταξιδιώτη χωρίς να γίνεται αντιληπτό από αυτόν. Σ’ αυτό, μάλλον, οφείλεται το γεγονός ότι αντιληφθήκαμε την παρουσία του αφού είχαν περάσει τρεις, σχεδόν, ώρες από τη στιγμή που αφήσαμε τη Λάρισα. Δεν άργησε να φτάσει η ώρα που έπρεπε να το διασχίσουμε για να περάσουμε από την Πελασγιώτιδα στην Εστιαιώτιδα. Η διάβαση του Πηνειού υπήρξε αρκετά δύσκολη. Αφιππεύσαμε, επιμείναμε αρκετά και τελικά καταφέραμε να διέλθουμε περπατώντας μέσα από ένα παρακλάδι του. Πόσα πράγματα θα μπορούσα, στ’ αλήθεια, να πω γι’ αυτό το θεσσαλικό ποτάμι! Οι όχθες του είναι ψηλές και κρημνώδεις και η κοίτη του φθάνει το λιγότερο τις 12 σάζινες (25,56 μ.). Όσο για το βάθος του έφθανε, σίγουρα, δύο φορές το ανάστημα του μέσου ανθρώπου. Τα νερά του Πηνειού ήταν πλούσια σε κάθε λογής ψάρια, αλλά φαίνονταν αρκετά θολά, λες και είχε ρίξει κάποιος μέσα σ’ αυτά αρκετή στάχτη.

       Έδωσα στους βαρκάρηδες, που μας πέρασαν μέσα από τον ποταμό, κάμποσα γρόσια για τον κόπο τους και, αφού αδειάσαμε τις βάρκες τους από τα πράγματά μας, τους ρώτησα: Στο  δρόμο προς τη Λάρισα προς τα εδώ συνάντησε κάποιες ρηχές λακκούβες που είχαν νερό όμοιο με του ποταμού. Είναι τυχαίο αυτό ή μήπως εξυπηρετεί κάποιο σκοπό; Αυτοί αποκρίθηκαν χωρίς δισταγμό και μου είπαν ότι <δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που κάποιος πασάς αποφάσισε να θέσει υπό έλεγχό του το νερό του ποταμού. Για τον σκοπό αυτό έκανε κάμποσες λακκούβες κοντά στην Λάρισα για να συγκεντρώσει σ’ αυτές το νερό. Κατασκεύασε, μάλιστα, ένα μεγάλο μηχάνημα, το οποίο θα έπαιρνε το νερό του ποταμού,  καθώς και ένα σύστημα πέτρινου υδραγωγείου το οποίο κατέληγε στις σκαμμένες λακκούβες. Μία όμως αναπάντεχη κατεβασιά πλημμύρισε τα πάντα κι έτσι ματαίωσε το καινούργιο σχέδιο του πασά. Ύστερα από αυτό, ο πασάς εγκατέλειψε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του και αυτό που απέμεινε για να θυμίζει την ανοησία του είναι μερικές ρηχές λακκούβες, και γύρω τους ελάχιστοι στυλοβάτες>.

       Απαντώντας στα όσα μου διηγήθηκαν γι’ αυτήν την ιστορία, αναφώνησα: Οι Τούρκοι δεν κατορθώνουν ποτέ κάτι με τις πράξεις τους! Αφού σκαρφάλωσα τελευταίος στην απότομη όχθη του ποταμού, πέρασα στο γειτονικό τσιφλίκι το οποίο άρχιζε με κάποιες μουριές γεμάτες μεταξοσκώληκες. Πολύ κοντά τους βρισκόταν ένα απέριττο εκκλησάκι και 3-4 σπιτάκια, στα οποία ζούσαν αγρότες. Ομολογώ πως το τοπίο εκεί ήταν αρκετά άγριο και το κλίμα που επικρατούσε βαρύ».

 

 


 

Έτος 1880

 

     Ο Νικόλαος Γεωργιάδης στο βιβλίο του "Θεσσαλία" Α’ έκδοση 1880. Επανέκδοση “έλλα”, 1995 αναφέρει: Σελ. 27-29 «(…) ο Πηνειός διαρρηγνύει την διά της Θεσαλικής πεδιάδος διήκουσαν ορεινήν γραμμήν, σχηματίζων το καλούμενον Στενόν του Καλαμακίου, εν ώ το γοργόν και οπωσούν θορυβώδες ρεύμα του περιβάλλεται εκατέρωθεν υπό λοφώδους χώρας, εξ ής εξέρχεται παρά το χωρίον Γούνιτσα, υπό την σκιάν μεγαλοπρεπών πλατάνων, εις το Πελασγικόν πεδίον. (…)Τα ύδατά του είνε ευχυμότατα, πινόμενα υπό των περιοίκων… Είναι δε πολύϊχθυς ο ποταμός, τρέφων πολλούς και παντοδαπούς ιχθύς, ών μέγιστος και ευχυμότατος, διό και περιζήτητος υπό των πέριξ οικούντων, ο καλούμενος γουλιανός… …Και τον μεν χειμώνα και το φθινόπωρον και το έαρ η διάβασις του Πηνειού γίνεται επί γεφυρών ή επί πλοιαρίων, συρομένων δια σχοινίων από της μιας εις την άλλην όχθην, κατά δε το θέρος, ότε τα ύδατα ταπεινούνται σπουδαίως, η διάβασις γίνεται πολλαχού διά του ρείθρου του ποταμού εις μέρη γνωριζόμενα και καλούμενα υπό των εγχωρίων πόροι».

 

ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ