-- ΑΘΛΗΤΙΚΑ -- ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Στείλτε το μήνυμά σας στη διεύθυνση: gounitsa@otenet.gr
|
|
|||||||||||||||||||||||||||
Κλικ εδώ για τη ανανεωμένη ιστοσελίδα της Γούνιτσας
Χρήστος Πάρης Χαρίτος Ο Γουνιτσιώτης πιλ΄'οτος της ομάδος Ζευτά την είσοδο στα Στενά της Γούνιτσας, και σε απόσταση 1 χλμ. από τον Άγιο Νικόλαο, μπορεί κάποιος να αντικρίσει, κοιτάζοντας αριστερά προς το ψηλότερο σημείο του βουνού, το άνοιγμα μίας σπηλιάς. Μπορεί επίσης να ανέβει την πλαγιά σχετικά εύκολα, και να πλησιάσει την είσοδο της σπηλιάς, αλλά για να εισέλθει θα χρειαστεί να αναρριχηθεί σε ένα κάθετο βράχο ύψους 50 μ. περίπου, πράγμα αδύνατο για τους κοινούς θνητούς. Ένας άλλος λόγος ο οποίος έκανε απαγορευτική την
Η εξερεύνηση της Ορνοφωλιάς
Μετά την είσοδο στα Στενά της Γούνιτσας, και σε απόσταση 1 χλμ. από τον Άγιο Νικόλαο, μπορεί κάποιος να αντικρίσει, κοιτάζοντας αριστερά προς το ψηλότερο σημείο του βουνού, το άνοιγμα μίας σπηλιάς. Μπορεί επίσης να ανέβει την πλαγιά σχετικά εύκολα, και να πλησιάσει την είσοδο της σπηλιάς, αλλά για να εισέλθει θα χρειαστεί να αναρριχηθεί σε ένα κάθετο βράχο ύψους 50 μ. περίπου, πράγμα αδύνατο για τους κοινούς θνητούς. Ένας άλλος λόγος ο οποίος έκανε απαγορευτική την ανάβαση, ήταν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, αποκλειστικοί κάτοικοι της σπηλιάς ήταν τα όρνεα (γύπες). Αρπακτικά με τεράστια φτερά τα οποία, όταν έβγαιναν από τη σπηλιά και έκαναν κύκλους στον ουρανό, ήταν για τα παιδιά ένα υπερθέαμα. Από αυτά πήρε και την ονομασία της η σπηλιά: Ορνοφωλιά. Μέσω κάποιων γνωστών μας ενημερώσαμε την Εταιρεία Σπηλαιολογικών Ερευνών Θεσσαλίας "Χείρων", για την ύπαρξη της σπηλιάς, μέλη της οποίας έκαναν την πρώτη τους επίσκεψη στις 9.6.2013, αναρριχήθηκαν, χωρίς να καταφέρουν να μπουν στη σπηλιά. Έξι μήνες αργότερα ήρθαν ενισχυμένοι με πιο εξειδικευμένους ορειβάτες, εισήλθαν στη σπηλιά την φωτογράφησαν και έχουμε κι εμείς την τύχη να δούμε για πρώτη φορά το εσωτερικό της. Οι εκτιμήσεις των ορειβατών-σπηλαιολόγων ήταν ότι δεν πρόκειται για σπηλιά αλλά για βραχοσκεπή. Έτσι ονομάζονται οι σπηλιές οι οποίες δεν έχουν μεγάλο βάθος και ο μύθος για το μεγάλο της βάθος της Ορνοφωλιάς, το οποίο διασχίζει όλο το βουνό και φτάνει μέχρι το Κουτσόχερο, κατέρρευσε. Παρακάτω δημοσιεύουμε για πρώτη φορά τις φωτογραφίες τις οποίες μας παραχώρησαν οι αναρριχητές της Εταιρείας Σπηλαιολογικών Ερευνών Θεσσαλίας "Χείρων", οι οποίοι αναρριχήθηκαν και φωτογράφησαν για πρώτη φορά το εσωτερικό της σπηλιάς στις 13.11.2011 και τους ευχαριστούμε θερμά. Η ιστοσελίδα τους είναι: http://hellascaves.blogspot.com/
Η Γούνιτσα σε Ιστορικό Συνέδριο
Για πρώτη φορά θα γίνει ανακοίνωση σε ιστορικό συνέδριο, η οποία θα αναφέρεται στη Γούνιτσα. Συγκεκριμένα η προϊσταμένη της Εφορίας Αρχαιοτήτων Νομού Λάρισας, κ. Σταυρούλα Σδρόλια, θα μιλήσει στο 9ο Συνέδριο Λαρισαϊκών Σπουδών με θέμα «Οι εκκλησίες της Γούνιτσας». Η ομιλία θα γίνει το Σάββατο 10 Δεκεμβρίου και ώρα 12:40΄-13:00΄. Το Συνέδριο διοργανώνεται από την Περιφέρεια Θεσσαλίας, τον Δήμο Λαρισαίων και τον Όμιλο Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας. Η κ. Σταυρούλα Σδρόλια επισκέφτηκε πρόσφατα το χωριό μας, με συνεργάτες της, μελέτησε και αξιολόγησε τους παλιούς ναούς και τα συμπεράσματά της θα τα ανακοινώσει στο συνέδριο. Παρουσιάζουμε, επίσης και το πλήρες πρόγραμμα του Συνεδρίου, οι εργασίες του οποίου θα διεξαχθούν στο Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο και η είσοδος θα είναι ελεύθερη. Το πρόγραμμα του 9ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών σε pdf
Το πρώτο λεωφορείο, η θρυλική "Φαλκονέρα" Αναρτήθηκε: Πέμπτη 26.5.2016
Ο Γιώργος Καούνας με τη γυναίκα του Βάγια, τα παιδιά του Αχιλλέα και Μπάμπη, και την ανιψιά του Ευαγγελία.
Ο σταθμός του λεωφορείου στη Λάρισα, ήταν στην οδό Μανωλάκη, στη διασταύρωση με την οδό Ηφαίστου, μπροστά από το καφενείο του Ζιώγα το οποίο ήταν τοπος συγκέντρωσης για τους Γουνιτσιώτες. Εκεί συγκέντρωναν τα ψώνια τους λίγα-λίγα και κατά το μεσημεράκι επιβιβάζονταν για το χωριό. Στο καφενείο αυτό εκτός από καφέ, αναψυκτικά και τσίπουρο μπορούσε κάποιος να απολαύσει και ένα κανταΐφι κορυφαίας τεχνικής, σπεσιαλιτέ του καταστήματος. Δίπλα από το καφενείο ήταν το εστιατόριο «Η Πίνδος». Κάθε χωριό είχε και ένα στέκι, ένα σημείο αναφοράς, όπου ο καθένας έβρισκε αυτόν που επιθυμούσε. Τα μεσημέρια της Τετάρτης, όταν το λεωφορείο επέστρεφε στο χωριό με επιβάτες γεμάτους ψώνια από το περίφημο «παζάρι της Τετάρτης», το βλέπαμε να ανηφορίζει σιγά-σιγά τον χωματόδρομο προς την πλατεία, αγκομαχώντας από το βάρος. Το εσωτερικό του ήταν ασφυκτικά γεμάτο, με πολλούς επιβάτες όρθιους και τα ψώνια μέχρι οροφής. Επειδή δε ο εσωτερικός χώρος δεν επαρκούσε τοποθετούνταν πολλά πράγματα εξωτερικά πάνω στην οροφή, στην ειδικά διαμορφωμένη σχάρα όπως φαίνεται και στη φωτογραφία. Και έβλεπες πάνω στη σχάρα τρουβάδες, καλάθια, τα πράσα να προεξέχουν απ' τα καλάθια, δισάκια, μπουριά (σωλήνες) για τις σόμπες, τσάντες ή βαλίτσες από κανέναν ταξιδιώτη, ενώ οι μικροί, για τους οποίους ο ερχομός του λεωφορείου ήταν ένα πολύ σημαντικό και χαρούμενο γεγονός, φώναζαν "έρχεται το λεφορείο, έρχεται το λεφορείο" και έτρεχαν από πίσω χωρίς να τους ενοχλούν οι σκόνες του, για να δουν και να ενημερωθούν ποιος έβγαινε απ΄ αυτό, αλλά και έχοντας την αγωνία για τα καλά που έφερνε από την πόλη, αν τύχαινε και ήταν ανάμεσα στους επιβάτες και ο πατέρας τους: μήλα, φιρίκια, πορτοκάλια, κάστανα, καρύδια, σύκα, σταφίδες, ξυλοκέρατα (χαρούπια) η γλυκιά λιχουδιά των μικρών, ενώ μάταια περίμεναν μήπως δουν και κανένα παιχνιδάκι. Όμως παιχνίδια έβλεπαν, κυρίως, στο ετήσιο παζάρι του Σεπτεμβρίου. Η "Φαλκονέρα" εκτός από ανθρώπους μετέφερε και ζώα για το παζάρι προς πώληση ή για τα σφαγεία! Οπότε μπορούμε λίγο να φαντασθούμε τι είχε να αντιμετωπίσει ο οδηγός, όταν μερικοί Γουνιτσιώτες το τραβούσαν στα άκρα και ήθελαν να ανεβάσουν στο λεωφορείο ακόμα και μοσχαρούλια. Ήρωας! Ελπίζουμε ότι σύντομα θα έχουμε υλικό για να δημοσιεύσουμε συγκεκριμένες ιστορίες. Παράκληση για συμμετοχή των επισκεπτών της ιστοσελίδας. Εδώ, αξίζει να αναφέρουμε τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η μετακίνηση των Γουνιτσιωτών προς τη Λάρισα πριν βγουν τα αυτοκίνητα. Οι νεώτεροι θα πάρουν μία ιδέα από αυτά που λέει ο γέρος Σταμουλάκης Γραμμένος και τα οποία αφηγήθηκε σε ηλικία 82 ετών, τον Δεκέμβριο του 1982: ...«Πηγαίναμε στο παζάρι, στη Λάρισα, αγοράζαμε φιρίκια, χαβούτσια (καρότα), ξυλοκέρατα (χαρούπια), κοκοτσέλια... Απ' αυτά φέρναμε στα παιδιά και τα ξεγελούσαμε. Έξω από το χωριό, βγαίναν οι πιτσιρίκοι και καρτερούσαν το γυρισμό μας από τη Λάρισα. Κι ήταν η χαρά τους να τους ανεβάζουμε στο γομάρι. Κατεβαίναμε εμείς και τους ανεβάζαμε στο σαμάρι μέχρι το σπίτι. -Ο δικός μου ο μπαμπάς, έρχεται; ρωτούσαν. -Πάει, δεν έρχεται, τους έλεγε ο μπάρμπα-Αντρέας. Παντρεύτηκε στη Λάρισα. Τον κοιτούσαν οι τσιόρδες με απορία! -Με το γάιδαρο πηγαίνατε στη Λάρισα; -Αμ, με το γάιδαρο βέβαια! Τότε γάιδαρος ίσον κούρσα. Αγοράζαμε καμιά οκά λάδι -δεκαπέντε μέρες πορεύαμε μ' αυτό- πετρέλαιο, σαπούνι, τίποτα φαγώσιμο. Κινούσαμε το πρωί, γυρίζαμε βράδυ. Κι αν είχε ρίξει και καμιά βροχή, να δεις χαμπάρια. Δρόμοι δεν υπήρχαν. Γέμιζε ο τόπος λάσπες. Βούλιαζαν, γλιστρούσαν τα γαϊδούρια μέσα στο σκοτάδι, έπεφτες κάτω και σ' ερχόταν η δουλειά κουτί»...
Τρεις Γουνιτσιώτες αθλητές με πανελλήνιες διακρίσεις Αναρτήθηκε: Δευτέρα 7.3.2016 (Τις φωτογραφίες μας παραχώρησε ευγενικά ο κ. Γιώργος Στουκογεώργος, μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής και περιέχονται στο βιβλίο του "Τα βαρέα αθλήματα όπως τα έζησα", το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα).
1) Μαρίνος Ευαγγελούλης, πρωταθλητής Ελλάδας στην Πυγμαχία Εφήβων. Αθλητής του Σωματείου Βαρέων Αθλημάτων Λάρισας.
2) Σίμος Μορβατίδης, κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο το 1994 και το χάλκινο μετάλλιο το 1993, στους Πανελλήνιους Αγώνες Πυγμαχίας.
3) Ανέστης Παπαδόπουλος. κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στους Πανελλήνιους Αγώνες Πάλης.
Το παρελθόν της Γούνιτσας μέσα από την ιστορία των καφενείων της Αναρτήθηκε: Τρίτη 29.12.2015 (Παρακαλούμε, αν κάποιος έχει επί πλέον στοιχεία ή φωτογραφίες ή ακόμα και να κάνει κάποια διόρθωση, μπορεί μας τα κοινοποιήσει στη διεύθυνση gounitsa@otenet.gr)
Η εμφάνιση των καφενείων χρονολογείται από το 1555 όταν ιδρύθηκαν τα πρώτα καφενεία στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την εισαγωγή του καφέ από την Αραβία. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1609, έκανε την εμφάνισή του και ο καπνός. Ο συνδυασμός του καφέ και του καπνού έγινε το σήμα κατατεθέν των καφενείων, ενώ στη Θεσσαλία τα καφενεία πρόσθεσαν στην γκάμα τους το κρασί και το τσίπουρο. Στα καφενεία οι άνδρες κάπνιζαν, έπιναν και απολάμβαναν ιστορίες, μουσική, τάβλι, χαρτιά και άλλους τρόπους διασκέδασης, οι οποίοι μερικές φορές γίνονταν και έξω μπροστά στο καφενείο. Τα παλιά καφενεία ήταν αποκλειστικά χώρος των ανδρών αλλά στο χωριό μας, όπως και σε άλλα χωριά, λειτουργούσαν προσφέροντας, άλλα σε μικρότερο και άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό και είδη παντοπωλείου. Ήταν, έτσι, τόπος συνάντησης και συναναστροφής όλων των ηλικιών. Τα μικρά παιδιά επισκέπτονταν συχνά τα καφενεία ως απεσταλμένοι για οικιακές προμήθειες, είτε των γονιών τους είτε των γειτόνων. Οποιοσδήποτε μεγαλύτερος τους ζητούσε κάποιο θέλημα υπάκουαν. Το έκαναν αυτό, διότι από τη μία ήταν η υποχρέωση σεβασμού προς τους μεγαλύτερους, και από την άλλη ήταν ο μόνος τρόπος να προσεγγίσουν έναν απαγορευμένο γι' αυτούς χώρο, ο οποίος περιείχε και πράγματα τα οποία κέντριζαν το παιδικό ενδιαφέρον. Με την επίσκεψη ενός μικρού στο καφενείο, οι μεγάλοι αντιδρούσαν άλλοτε με κάποιο πείραγμα και άλλοτε με κάποια ερώτηση κάνοντας στον μικρό τεστ γνώσεων στην αριθμητική, στη γεωγραφία ή στην ιστορία. Οι πιτσιρίκοι-κατάσκοποι παρατηρούσαν και κατέγραφαν τον χώρο και τους ανθρώπους και μετά από μερικές επισκέψεις μάθαιναν σε ποιο μήκος κύματος κινούνταν οι γνώσεις του καθενός. Όπως ο παππούς Μιχάλης, ο οποίος, με το που έβλεπε πιτσιρίκο τον ρωτούσε: ποιο γράμμα λείπει απ' το «πιστεύω»! Γενικά η παρουσία των μικρών δεν περνούσε απαρατήρητη και οποιοδήποτε παραστράτημά τους, σε λόγια ή σε έργα, δεν έμεινε αναπάντητο από τους μεγάλους. Έτσι, η μικρή κοινωνία του χωριού συμμετείχε σε σημαντικό βαθμό στη διαπαιδαγώγηση των νέων. Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να ισχύει σήμερα που έχουμε ασπασθεί τις αξίες του δυτικού πολιτισμού και οι οποίες απαιτούν «σεβασμό στην ελευθερία του ατόμου»! Η λέξη κοινωνία, όπως την εννοούμε εμείς, δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους. Η πιο κοντινή λέξη τους είναι society, την οποία τα πιο έγκυρα λεξικά την μεταφράζουν ως «εταιρισμό προσώπων για το κοινό συμφέρον». Άλλωστε, την Ανώνυμη Εταιρία (Α.Ε.) την ονομάζουν Société Anonyme (S.A.). Αυτά για να μην ξεχνάμε πού ήμασταν και προς τα πού μας πάνε. Την πορεία των καφενείων της Γούνιτσας στον χρόνο, μπορούμε να τη χωρίσουμε σε δύο περιόδους, κατά τις οποίες αναπτύχθηκαν σε δύο διαφορετικές περιοχές του οικισμού. Την παλαιότερη, κατά την οποία αναπτύσσονται στην περιοχή χαμηλά προς το ποτάμι και τη νεότερη, κατά την οποία αναπτύσσονται πιο ψηλά προς το νέο κέντρο του οικισμού, κοντά στην πλατεία. Ο χρονικός διαχωρισμός των δύο περιόδων είναι οι δεκαετίες του 1950 και του 1960. Κατά τις δεκαετίες αυτές, τα παλιά καφενεία σταδιακά εγκαταλείπονται και δημιουργούνται τα καινούργια. Ήταν μία σημαντική εποχή, μεταίχμιο, και η αλλαγή η οποία συνέβη σχετίζεται με το ποτάμι, τον αγαπημένο μας Πηνειό. Μέχρι την εποχή αυτή ο Πηνειός ήταν πηγή ζωής, καθημερινή ανάγκη για τους κατοίκους της Γούνιτσας, οι οποίοι, εκτός από τους ίδιους, οδηγούσαν εκεί και τα ζωντανά τους για να ξεδιψάσουν, ενώ οι νοικοκυρές τον επισκέπτονταν για το πλύσιμο των ρούχων και των οικιακών σκευών. Σε όλους, επαγγελματίες και ερασιτέχνες ψαράδες, κυνηγούς, κτηνοτρόφους, ξυλοκόπους κλπ κάτι είχε να δώσει το ποτάμι και φυσικά στα παιδιά, για τα οποία ο Πηνειός υπήρχε για να τον θαυμάζουν, για να τον εξερευνούν, για να διασκεδάζουν, να παίζουν, να μαθαίνουν τον εαυτό τους, τις αντοχές τους, να ψαρεύουν, να κωπηλατούν, να κολυμπούν, να βλέπουν ανθρώπους ξένους, μυστήριους, περαστικούς. Ο Πηνειός ήτανε μαγεία, ήταν η ζωή τους. Το ποτάμι, όμως, ήταν πόλος έλξης και προορισμός πολλών ταξιδιωτών, εξ αιτίας ενός περάσματος που υπήρχε στο σημείο της Γούνιτσας και το οποίο βρισκόταν στο σταυροδρόμι δύο σημαντικών οδών, από την Αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, πριν πραγματοποιηθεί η μεγάλη εξέλιξη των συγκοινωνιών, η οποία άλλαξε τα δεδομένα που επικρατούσαν για αιώνες. Η μία οδός ήταν από τη Λάρισα προς τα Τρίκαλα και η άλλη από την Ελασσόνα-Τύρναβο προς την Κραννώνα-Φάρσαλα-Δομοκό. Γι’ αυτό ήταν σημαντική η κίνηση που είχε το χωριό μας, σε όλες τις παλαιότερες εποχές, και επειδή εξυπηρετούσε ανάγκες η ύπαρξή του ήταν αδιάλειπτη. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν κατοίκηση όχι μόνο σε όλες τις περιόδους της ιστορικής εποχής, αλλά και της προϊστορικής. Για τις δύο ανωτέρω διαδρομές ήταν επιβεβλημένη η διάβαση του Πηνειού. Αυτό γινόταν σχετικά εύκολα, το καλοκαίρι, από διάφορα σημεία και συνήθως από το πέρασμα του Κουτσόχερου. Όταν, όμως, άρχιζαν οι βροχοπτώσεις και «φούσκωνε» ο Πηνειός, τα μόνα δυνατά σημεία διάβασης ήταν της Λάρισας και της Γούνιτσας.
Δορυφορική εικόνα της Γούνιτσας και του Πέρα Μέρους (Google maps). Στις σημειωμένες θέσεις βρίσκονται: 1) Ο παλιός ναού του Αγίου Νικολάου στο Πέρα μέρος, 2) ο νεότερος ναός του Αγίου Νικολάου, 3) ο ναός του Αγίου Αθανασίου, 4) Το πορθμείο (Καράβι), 5) η δέση, 6) ο μύλος, 7) το πανδοχείο, 8) το καφενείο του Νίκου Παζάρα, 9) το καφενείο του Πέτρου Τσαλέρα, 10) το καφενείο του Νικολάου Μπουκουβάλα, 11) το καφενείο του Σωτήρη Καραγούσιου, 12) το καφενείο του Δημητρίου Μητράκα, 13) το καφενείο του Βάιου Παζάρα, 14) το καφενείο των αδελφών Γεωργίου Καραμούτη, στο οποίο μεταφέρθηκε το καφενείο του Βάιου Παζάρα, 15) το καφενείο του Σωτήρη Σιούτα. Το πέρασμα της Γούνιτσας είχε το πλεονέκτημα, ότι η κοίτη είχε βάθος και όσο και αν ανέβαινε η στάθμη δεν απλώνονταν τα νερά του ποταμού, ενώ η διαδρομή για την αντίπερα όχθη ήταν σταθερή και σύντομη. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία οργανωμένου πορθμείου με παρακείμενο πανδοχείο (χάνι), όπου διανυκτέρευαν ταξιδιώτες και έμποροι (κυρατζήδες, αγωγιάτες) μαζί με τα ζώα τους, τα οποία μετέφεραν τα εμπορεύματα. Το πορθμείο είχε μεγάλη πλωτή σχεδία, δεμένη σε σχοινί από τη μία όχθη έως την άλλη, το λεγόμενο «καράβι». Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για το σημείο αυτό του Πηνειού. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας, ο οποίος βοηθούσε στην ομαλή λειτουργία του πορθμείου, επειδή μείωνε την ορμητικότητα των υδάτων, ήταν η δέση (φράγμα) του νερόμυλου, η οποία υπήρχε 100 μέτρα πιο κάτω (είναι εμφανής και στην ανωτέρω εικόνα, η ομαλή ροή των υδάτων πάνω από το φράγμα).
Το καράβι της Γούνιτσας. Η φωτογραφία είναι τον Νοέμβριο του 1905 με τον πρίγκιπα Νικόλαο και τη συνοδεία του. Ο πρίγκιπας ευρισκόμενος στη Λάρισα, πήγε εκδρομή στη Γούνιτσα κατόπιν πρόσκλησης του γαιοκτήμονα του χωριού Ευστάθιου Ιατρίδη, ο οποίος είχε σχέσεις με τους κατέχοντες την εξουσία στη Λάρισα. «Επέστρεψαν δε κατενθουσιασμένοι με τα διάφορα μαγευτικά τοπία και τον λαμπρόν καιρόν», όπως αναφέρεται και στο παρακάτω σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Σκριπ.
Το πορθμείο έβγαινε κάθε χρόνο, την 1η Μαρτίου, σε δημοπρασία και ο ενοικιαστής του αποκόμιζε ένα σημαντικό εισόδημα, όπως φαίνεται και από κάποια μισθωτήρια συμβόλαια, τα οποία διασώθηκαν και δημοσιεύονται σε άλλο μέρος της ιστοσελίδας (εδώ). Στα συμβόλαια αυτά φαίνεται και η σταδιακή απαξίωση του πορθμείου, εξαιτίας της ανάπτυξης των συγκοινωνιών. Το 1885 το νοίκιασε ο Ιωάννης Αθ. Μπαμπανίκος για 922,50 δραχμές, το 1887 ο Κωνσταντίνος Τέγου Μακρής για 653 δραχμές και το 1890 ο Τούσιος Μίχου για 563 δραχμές. Τα ποσά ήταν αρκετά σημαντικά για την εποχή τους. Στους όρους των συμβολαίων αναφέρεται ότι «οι κάτοικοι της Γούνιτσας και ο μυλωθρός (μυλωνάς) του χωριού απαλλάσσονται πάσης πληρωμής». Λειτούργησε μέχρι το 1937, ενώ τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του το χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι κάτοικοι του οικισμού για τη μεταφορά ζώων και εργαλείων στο Πέρα Μέρος. Μετά την απόσυρσή του, χρησιμοποιούνταν οι βάρκες των ψαράδων. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι το λεγόμενο Πέρα Μέρος, δεν ήταν απλά η άλλη πλευρά του ποταμού, αλλά ήταν το Πέρα Μέρος του οικισμού, δηλαδή μία συνοικία του χωριού μας στην απέναντι όχθη. Το Πέρα Μέρος ήταν, ας πούμε, όπως ο Πέρα Μαχαλάς για τη Λάρισα. Η ύπαρξή του εξυπηρετούσε τους διερχόμενους από εκεί προς τον οικισμό, αλλά και όσους ακολουθούσαν την παράλληλη με την αριστερή όχθη οδό, από τη Λάρισα προς το Ζάρκο και τα Τρίκαλα, διά μέσου των Στενών της Γούνιτσας. Την ύπαρξη δύο συνοικιών ενισχύει και η καταγραφή της Γούνιτσας σε διάφορους μοναστηριακούς κώδικες, όπως στον κώδικα 401 του Μεγάλου Μετεώρου, του έτους 1520, ή στον ιεροσολυμιτικό 509 του έτους 1660, με δύο οικογένειες ιερέων, δηλαδή με δύο ενορίες. Μία με ενοριακό ναό τον Άγιο Αθανάσιο, ο οποίος φέρει ενδείξεις της ύπαρξής του από τον 12ο αιώνα (η παράδοση αναφέρει την ύπαρξη και άλλου ναού) και μία με τον Άγιο Νικόλαο στο Πέρα Μέρος. Όλα αυτά ταιριάζουν και με τις διάφορες παραδόσεις, οι οποίες αναφέρουν ότι υπήρχε οικισμός στο Πέρα Μέρος, ότι ο Άγιος Νικόλαος βρισκόταν στο Πέρα Μέρος και η εικόνα του, όταν μεταφέρθηκε στον καινούργιο ναό που χτίστηκε από την εδώ μεριά και υπάρχει μέχρι σήμερα, έφευγε και επέστρεφε στην αρχική της θέση. Αυτό σταμάτησε όταν κτίστηκε στο Πέρα Μέρος ένα μικρό εικονοστάσι. Η αναφορά του γάλλου περιηγητή Λεόν Εζέ (Leon Heuzey), το 1858, περί κατεστραμμένου ναού του Αγίου Νικολάου στο Πέρα Μέρος, επιβεβαιώνει την ύπαρξή του, ενώ ένας σωρός ερειπίων με σχετικά ευρήματα και η υπόδειξή του από έναν παλιό βαρκάρη-ψαρά τον Κώστα Μαλλιαρή, μαρτυρούν την ακριβή του θέση (σημείο 1).
α) Από τα καφενεία της πρώτης περιόδου αυτά για τα οποία έχουμε πληροφορίες είναι, κατά χρονολογική σειρά:
Το καφενείο του πανδοχείου (σημείο 7) Το καφενείο του πανδοχείου, κοντά στον δρόμο προς τον Πηνειό. Για το καφενείο αυτό μας μαρτυρεί ο μπαρμπα-Θανάσης Πολύζος, ο οποίος το έζησε μικρός όταν το έστελναν εκεί για να αγοράσει κάτι αναγκαίο για το σπιτικό του ή για τον γείτονα.
Ο Θανάσης Πολύζος στον χώρο του πανδοχείου, θυμάται και μας περιγράφει. «Το πανδοχείο» λέει, «ήταν ψηλό, πατωμένο (διώροφο). Πάνω είχε υπνοδωμάτια και κάτω μαγαζί, μπακάλικο και μαγειρείο. Τα ζώα των κυρατζήδων περνούσαν από μία στοά, η οποία οδηγούσε στο πίσω μέρος του πανδοχείου, όπου υπήρχε ασφαλές μέρος για τη διανυκτέρευσή τους. Εξωτερικά και συνεχόμενα του πανδοχείου υπήρχαν καμιά δεκαριά ισόγεια δωμάτια για διαμονή ή διανυκτέρευση. Τα έφτιαξαν αυτά επειδή υπήρχε το "καράβι", πάαιναν, έρχονταν πολλοί. Και μία δόση, ανέβηκαν κάποιοι βλάχοι με τα μπλάρια τους για να περάσουν στο Πέρα Μέρος και τους πήρε το καράβι ασβάρνα κι εκεί στη γωνία στον πλάτανο τον μεγάλο, στη Δέση, τσακωθήκαν απ΄ τις ιτιές και σταμάτησαν. Θα πνίγονταν οι βλάχοι με τα μπλάρια όλοι μαζί. Ήταν λίγο πλημμύρα. Το πανδοχείο είχε απ' έξω ένα χώρο σκεπασμένο με ένα χωμάτινο πεζούλι και κάθονταν ο κόσμος που ερχόταν στο μαγαζί. Οι μικροί ερχόμασταν και παίρναμε καραμέλες. Το μαγαζί το είχε ο Μπατσιτέγος. Μετά τον θάνατό του το αγόρασε ο Νικολίτσας, αλλά δεν είχε πλέον μαγαζί. Άνοιξε μαγαζί πιο πάνω ο Παζάρας».
Το καφενείο του Νίκου Παζάρα (σημείο 8) Λίγο πιο πάνω, καμιά εκατοστή μέτρα από το πανδοχείο, νοτιότερα και σε κομβικό σημείο, ήταν το καφενείο του Νίκου Παζάρα, το οποίο ήταν το σημαντικότερο. Ήταν και αυτό προσήλιο και μπροστά του υπήρχε μεγάλος χώρος, σαν πλατεία.
Το καφενείο του Νίκου Παζάρα, όπως είναι σήμερα.
«Εδώ, τον Φεβρουάριο του 1926, έγινε ο χορός στον γάμο μου» διηγήθηκε ο παππούς Σταμουλάκης Γραμμένος δείχνοντας το καφενείο του Παζάρα. «Για φαγητό δεν είχαμε και πολλά πράματα, αλλά από χορό… του δίναμε να καταλάβει». Το καφενείο το λειτούργησε, μέχρι τα γεράματά του, ο μπαρμπα-Νίκος και στη συνέχεια, στη δεκαετία του 1960, το παρέλαβε ο γιος του Βάιος, ο οποίος το μετέφερε κοντά στη σημερινή πλατεία.
Το καφενείο του Πέτρου Τσαλέρα (σημείο 9) Κοντά, σχεδόν απέναντι από το καφενείο του Νίκου Παζάρα λειτουργούσε, μέχρι τη δεκαετία του 1950, και το καφενείο του Πέτρου Τσαλέρα. Δεν διαθέτουμε, προς το παρόν, περισσότερες πληροφορίες για τη διάρκεια της λειτουργίας του.
Η θέση του καφενείου του Πέτρου Τσαλέρα στον πολυσύχναστο εκείνη την εποχή δρόμο προς τον Άγιο Νικόλο, αριστερά στη φωτογραφία.
Το καφενείο του Πέτρου Τσαλέρα, όπως είναι σήμερα.
β) Τα καφενεία της νεότερης περιόδου είναι: Το καφενείο του Νίκου Μπουκουβάλα
Θαμώνες στο καφενείο του Νίκου Μπουκουβάλα. Η φωτογραφία είναι του 1982 και διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά οι: Δημήτριος Μητράκας, Νίκος Παζάρας, Στέργιος Πολύζος, Ζήσης Μαλάκος, Τάκης Χασιώτης (με γυρισμένη την πλάτη), Πολύζος Αθανάσιος, Θανάσης Ευαγγελούλης (όρθιος), Κώστας Βασιλειάδης (είναι πίσω από τον Λουκά και φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία), Μήτσος Σιούτας, Αλέξανδρος Γκαντζώρας (με γυρισμένη την πλάτη), Νίκος Μπουκουβάλας (καταστηματάρχης), Θύμιος Γραμμένος, Βασίλης Καούνας, Χρήστος Ντιντής (με το καπέλο), Τάκης Γραμμένος (με το καπέλο), Κώστας Ευαγγελούλης, Χρήστος Τσαλέρας και Γιώργος Μητράκας (και οι δύο με γυρισμένη την πλάτη), Τάκης Γκαντζώρας, Θανάσης Ευαγγελούλης, Θανάσης Σιούτας και Δημήτρης Σιούτας ((με γυρισμένη την πλάτη φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία).
Οι θαμώνες από άλλη πλευρά.
Εδώ διακρίνεται ο ψαράς Κώστας Μαλλιαρής, δείχνοντας τα φρέσκα ψάρια που έχει για πούλημα. Το καφενείο του Νίκου Μπουκουβάλα, άρχισε να λειτουργεί το 1952. Γνώρισε μεγάλες δόξες κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 διοργανώνοντας πανηγύρια, αποκριάτικους και πασχαλινούς χορούς, ενώ ακόμα και τα Σαββατόβραδα γέμιζε ασφυκτικά για γλέντι και χορό. Σ’ αυτό συνέβαλε και το μεράκι του καταστηματάρχη στη μουσική και στον χορό. Το έτος 1970, έσπασε το ανδρικό κατεστημένο του καφενείου, διότι με τον ερχομό της πρώτης τηλεόρασης άρχισε ο χώρος του να κατακλύζεται και από γυναικείο πληθυσμό. Τα σήριαλ «Άγνωστος Πόλεμος (Συνταγματάρχης Βαρτάνης)» και «Παράξενος Ταξιδιώτης» φτάνουν την αγωνία στο κατακόρυφο και γεμίζουν το καφενείο με θαμώνες όλων των ηλικιών και των φύλων. Ήταν η καλή εποχή της τηλεόρασης κατά την οποία έβγαζε τον κόσμο από τα οικίες του. Αυτό δεν κράτησε πολύ, διότι η οικονομική ευμάρεια, που αρχίζει να κυριαρχεί, έδωσε τη δυνατότητα στον καθένα να αποκτήσει δική του τηλεόραση και έτσι ο κόσμος ξανακλείστηκε μέσα. Το καφενείο του Μπουκουβάλα, στη συνέχεια, αναπτύχθηκε σημαντικά σαν παντοπωλείο φτάνοντας στο σημείο να προσφέρει όλα τα είδη ενός σούπερ μάρκετ και ο Νίκος Μπουκουβάλας και επέκτεινε τη δραστηριότητά του και σε γειτονικό οικισμό.
Το καφενείο του Σωτήρη Καραγούσιου (σημείο 11) Πολύ κοντά στο πανδοχείο λειτούργησε για μερικά χρόνια, στη δεκαετία του 1950-1960, το μαγαζί του Σωτήρη Καραγούσιου.
Το καφενείο του Δημητρίου Μητράκα (σημείο 12) Το καφενείο του Δημητρίου Μητράκα, το οποίο είχε σύντομη διάρκεια ζωής, κατά τη δεκαετία του 1950-1960. Σήμερα ο εγγονός του Δημήτριος, συνεχίζει αυτό που άφησε ο παπούς του και λειτουργεί το καφενείο των αδερφών Καραμούτη.
Το παλιό καφενείο του Βάιου Παζάρα (σημείο 13)
Στη δεκαετία του 1960, ο Βάιος γιος του Νίκου Παζάρα, παρέλαβε το παλιό καφενείο του πατέρα του και σύντομα το μετέφερε στη νέα πιάτσα κοντά στην πλατεία. Πήρε ένα μέρος μιας παλιάς πέτρινης οικίας, το οποίο έβλεπε την πλατεία. Εκεί ο μπαρμπα-Βάιος έγραψε ιστορία. Οργάνωσε για αρκετά χρόνια το γλέντι στο πανηγύρι, με ζωντανές ορχήστρες, οι οποίες είχαν μεγάλη άνθηση εκείνη την εποχή, ενώ από το τέλος της δεκαετίας του 1960, όταν ήρθε στο χωριό ο ηλεκτρισμός και το ηλεκτρόφωνο (τζουκ-μποξ), το καφενείο έγινε το στέκι της νεολαίας. Ερχόταν και "μάγκες" από τη Λάρισα με τις "μηχανές" και πίνοντας χόρευαν τις μεγάλες λαϊκές επιτυχίες της εποχής. Σήμερα, ο χώρος του καφενείου αυτού δεν υπάρχει, διότι χτίστηκε άλλο οικοδόμημα από τον ιδιοκτήτη του.
Το καφενείο των αδερφών Γεωργίου Καραμούτη. Καφέ-Μπαρ «Η Καλή Καρδιά» (σημείο 14)
Στη δεκαετία του 1960, χτίζεται ένα καινούργιο καφενείο, αυτό των αδερφών Γεωργίου Καραμούτη, με τον τίτλο Καφέ-Μπαρ «Η Καλή Καρδιά». Λειτούργησε μερικά χρόνια και στη συνέχεια, στον χώρο του, μεταφέρθηκε το καφενείο του Βάιου Παζάρα.
Το νέο καφενείο του Βάιου Παζάρα Ο μπαρμπα Βάιος αναζητούσε έναν χώρο με μεγαλύτερη άνεση και όταν κατά το 1970 (;) συμφώνησε με τους αδερφούς Γεωργίου Καραμούτη, βρήκε τον κατάλληλο χώρο. Το καφενείο αυτό είχε το προσόν της άνεσης, γι’ αυτό και από την ίδρυσή του άρχισε να φιλοξενεί εκδηλώσεις, όπως παραστάσεις καραγκιόζη, χειμερινές κινηματογραφικές προβολές και θερινές έξω στον προαύλιο χώρο του.
Παρέα ανδρών στο προσήλιο του νέου καφενείου του Βάιου Παζάρα.
Πάνω και κάτω άλλες δύο εικόνες μπροστά στο καφενείο.
Ο μπάρμπα Βάιος εξυπηρετεί την πελατεία του. Τα δύο αυτά καφενεία, του Μπουκουβάλα και του Παζάρα, συνέχισαν για αρκετές δεκαετίες την παράλληλη λειτουργία τους, έχοντας το καθένα τη δική του ταυτότητα και πελατεία. Του Μπουκουβάλα με χρώμα και ήχους παραδοσιακούς, ενώ του Παζάρα με χρώμα μοντέρνο και ήχους λαϊκούς. Βρισκόμενα το ένα απέναντι από το άλλο ήταν, όχι το κέντρο, αλλά το επίκεντρο της κίνησης του χωριού και τα Σαββατοκύριακα ο χώρος έσφυζε από ζωή. Τότε οι Κυριακές ήταν πολύ λαμπερές, ήταν πραγματικές Κυριακές. Ο μπαρμπα-Βάιος, μετά τη συνταξιοδότησή του, παρέδωσε το καφενείο στους κατόχους του, η νεότερη γενιά των οποίων συνεχίζει τη λειτουργία του μέχρι σήμερα. Το καφενείο του Μπουκουβάλα συνεχίζει και αυτό μέχρι σήμερα να βρίσκεται στα χέρια της οικογένειας, με τη μεταβίβαση της διεύθυνσης του καταστήματος στις νεότερες γενιές.
Το καφενείο του Σωτήρη Σιούτα (σημείο 15) Τη δεκαετία του 1980 έκανε την εμφάνισή του το καφενείο του Σιούτα. Νέος και άνετος χώρος άρχισε να προσελκύει περισσότερο τη νεολαία, έχοντας μπροστά του το πλεονέκτημα τις πλατείας.
Το καφενείο του Σωτήρη Σιούτα, και μπροστά του ο άπλετος χώρος της πλατείας.
Ευχόμαστε σε όλα τα καφενεία καλή συνέχεια στη λειτουργία τους.
Η ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ ΤΗΣ ΓΟΥΝΙΤΣΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ 70 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ (26 ΙΟΥΛΙΟΥ 1944 - 26 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014) Αναρτήθηκε: Σάββατο 26.7.2014
Παρόμοιες εικόνες εκτυλίχθηκαν εκείνη την ημέρα στη Γούνιτσα.
Στις 26 Ιουλίου 1944 οι Γερμανοί έκαψαν την Γούνιτσα και σκότωσαν έναν γέροντα, ο οποίος βρέθηκε αργότερα στο σπίτι του νεκρός με σημάδια ενός μαρτυρικού θανάτου. Ήταν τέτοιο το μένος των Γερμανών με το οποίο κατέστρεφαν το χωριό, ώστε εκτός από τον μοναδικό εναπομείναντα κάτοικο, σκότωσαν και όλα τα ζώα τα οποία δεν πρόλαβαν ή δεν μπόρεσαν να τα πάρουν μαζί τους φεύγοντας οι χωριανοί μας. Οι αχρείοι, κοντά στο στόμα των σκοτωμένων ζώων τοποθέτησαν ένα πιάτο με τροφή για να έχουνε να τρώνε!!! Επιστρέφοντας οι Γουνιτσιώτες, μετά από μερικές μέρες, στο χωριό, αντίκρισαν το αποτρόπαιο θέαμα του βασανισμένου και νεκρού γέροντα, το ολοσχερώς κατεστραμμένο χωριό και την θηριωδία των θανατωμένων ζώων, εκτός, βέβαια, των προβάτων τα οποία είχαν πάρει μαζί τους οι Γερμανοί. Σώθηκαν μόνο δύο οικίες και ο νερόμυλος, επειδή μάλλον τα μηχανήματά του ήταν γερμανικά. Το χρονικό:
Το πρωί της 26ης
Ιουλίου 1944, ένας Γερμανός στρατιώτης μιας μονάδας, η οποία έδρευε στην
περιοχή των Πλατανουλίων, ήρθε να μαζέψει τρόφιμα: αβγά, κοτόπουλα και ό,τι
άλλο μπορούσε να πάρει μαζί του, από τους κατοίκους της Γούνιτσας. Όμως,
κάποιοι θεώρησαν σωστό να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στη διοίκηση του
βουνού, η οποία έδρευε στη Μονή της Τσούμας (στην
ευρύτερη περιοχή του Δαμασίου), προς ανάκριση, όπου, όπως
λέγεται, αφέθηκε αργότερα ελεύθερος. Επειδή αργούσε να επιστρέψει στη βάση
του, ήρθαν Γερμανοί συνάδελφοί του προς αναζήτησή του και από την απέναντι
πλευρά του ποταμού φώναζαν όπως αφηγούνται οι παλαιότεροι: Ένας γέρος Γουνιτσιώτης μας αφηγείται: «Στις 26 Ιουλίου του 1944 οι Γερμανοί μας έκαψαν το χωριό. -Γιατί έγινε αυτό; -Επειδή 3-4 άτομα από τους οποίους οι 2 δεν ήταν από το χωριό μας, έπιασαν ένα Γερμανό που είχε έρθει, για να μαζέψει αβγά και κοτόπουλα. Ήρθε μετά ένα γερμανικό απόσπασμα, τον έψαξαν εδώ κι εκεί και δεν τον βρήκαν. Πήγαν στο κάτω χωριό και τους είπαν ότι τον έπιασαν στο πάνω χωριό. Το μετέφεραν αυτό στη διοίκησή τους και αυτή έδωσε εντολή να κάψουν το χωριό. Ξαναήρθαν και τα σμπαράλιασαν όλα. Τα έκαψαν! Εμείς καταλάβαμε ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο, ίσως και κάποιοι να το πληροφορήθηκαν. Έτσι όλοι οι χωριανοί προλάβαμε και φύγαμε. Άλλος πήγε στη Ραχούλα, άλλος στο Δαμάσι, άλλος στο Τζουρμακλί (Αγίους Αναργύρους). Όπου είχαν κανένα συγγενή, πήγαιναν και τρύπωναν. -Πότε ξαναγυρίσατε; -Μετά από ένα ενάμισι μήνα. Γυρίσαμε και δεν βρήκαμε τίποτα όρθιο, εκτός από δύο σπίτια …Δύστυχα χρόνια! Κατοχή και πείνα! Πέθανε κόσμος τότε...». Η δημοσίευση αυτή γίνεται, διότι υπάρχουν κάποια γεγονότα τα οποία πρέπει να τα γνωρίζουμε. Να θυμηθούμε και να διδαχθούμε. Όχι, βέβαια, να αναζωπυρώσουμε το μίσος μεταξύ των λαών, αλλά και να μη λησμονήσουμε την ιστορία. Η φιλία των λαών δεν πρέπει να στηρίζεται στη λήθη, αλλά στην αναγνώριση των λαθών και των βιαιοτήτων, για να μην παριστάνουν τους πολιτισμένους οι απόγονοι των ειδεχθών εγκληματιών και μας υβρίζουν ανερυθρίαστα.
Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΓΟΥΝΙΤΣΑΣ Κυριακή 14 Απριλίου 2013
Στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία, για την απελευθέρωση των υπόλοιπων περιοχών της χώρας, οι οποίες παρέμειναν ακόμη υπό τον οθωμανικό ζυγό.
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ, στο οποίο δημοσιεύεται και μία φωτογραφία της τουρκικής γέφυρας της Γούνιτσας, την 5 Οκτωβρίου 1912.
Η φωτογραφία της γέφυρας στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ, την 5η Οκτωβρίου 1912.
Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας "ΕΜΠΡΟΣ", το οποίο αναφέρεται στα γεγονότα της πρώτης ημέρας του πολέμου, δημοσιεύεται μία φωτογραφία της τουρκικής γέφυρας της Γούνιτσας με τον τίτλο: «Η γέφυρα της Γουνίτσης επί του Πηνειού, την οποίαν απεπειράθησαν προχθές να καταστρέψουν οι Τούρκοι φεύγοντες εκ των συνόρων». Η Θεσσαλία, εκτός από τις περιοχές της Ελασσόνας και της Δεσκάτης, είχε ελευθερωθεί το 1881, οπότε απελευθερώθηκε και το χωριό μας. Με τη χάραξη των συνόρων του
Χάρτης με την μεθοριακή γραμμή του 1881 και του 1897
1881, η μεθοριακή γραμμή περνούσε βορείως του Πηνειού, αλλά υπήρχαν για τους Τούρκους 4 αμφισβητούμενα σημεία: Κριτήρι, Νεζερός (Καλλιπεύκη), Γούνιτσα και Καραλή Δερβένι (Κάτω Αιγάνη). Σχετικά με τη Γούνιτσα, φαίνεται ότι οι Τούρκοι επεδίωκαν την κατοχή εδάφους νοτίως του Πηνειού. Μετά την ήττα της Ελλάδας στον ατυχή πόλεμο του 1897, οι Τούρκοι απέσπασαν τα αμφισβητούμενα αυτά σημεία, μεταξύ των οποίων και αυτό της Γούνιτσας (η χρωματισμένη περιοχή στον χάρτη). Έτσι πέτυχαν τον στόχο τους, ο οποίος ήταν η απόκτηση πρόσβασης στην νότια πλευρά του Πηνειού. Αμέσως, μετά τη χάραξη των συνόρων, κατασκεύασαν την εν λόγω γέφυρα, η οποία έκτοτε ονομάζεται τουρκική, διότι κατασκευάστηκε από τους Τούρκους σε "τουρκικό" έδαφος. Η κατασκευή της άρχισε το 1901 και τελείωσε το 1906. (βλέπε: κατασκευή της γέφυρας και παράδοση γέφυρας). Μετά την μερική τροποποίηση της ελληνοτουρκικής μεθορίου το 1897, η Γούνιτσα, ως παραμεθόριος, απέκτησε στρατηγική σημασία. Τότε κατασκευάστηκαν και τα κοντινά στο χωριό μας φυλάκια: α) η ονομαζόμενη Καζάρμα πάνω στο βουνό Πάτωμα (τουρκικό), β) ο μεθοριακός σταθμός Λούτζια (ελληνικός), ο οποίος πήρε το όνομά του από την κοντινή ομώνυμη πηγή και γ) οι υπόγειες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο ύψωμα (πρόχωμα) Βασιλιάς (ελληνικό). Ευχαριστούμε τον συλλέκτη Αθανάσιο Μπετχαβέ, για την παραχώρηση ενός φωτοαντιγράφου του δημοσιεύματος της εφημερίδας Εμπρός (5 Οκτωβρίου 1912).
Η είσοδος των ελληνικών υπόγειων στρατιωτικών εγκαταστάσεων στο ύψωμα (πρόχωμα) Βασιλιάς
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΓΟΥΝΙΤΣΑΣ Σάββατο 31 Μαρτίου 2013
Α.Ε. ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΑΜΥΓΔΑΛΕΑΣ 18 Οκτωβρίου 2012
Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012
Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012 «Φίλοι του αλόγου και της φύσης» επισκέφθηκαν σήμερα το χωριό μας.
ΝΕΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ 14 Σεπτεμβρίου 2012
22 Ιανουαρίου 2012 Διαγωνισμός περιστεριών στους Αγίους Αναργύρους, τη Ραχούλα, την Αμυγδαλέα, και την Τερψιθέα
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
|