ΚΑΦΕΝΕΙΑ - ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ (ΧΑΝΙ) - ΚΑΡΑΒΙ (ΠΟΡΘΜΕΙΟ) - ΠΕΡΑ ΜΕΡΟΣ
Tο παρελθόν της Γούνιτσας μέσα από την ιστορία των καφενείων της
Η εμφάνιση των καφενείων χρονολογείται από το 1555 όταν ιδρύθηκαν τα πρώτα καφενεία στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την εισαγωγή του καφέ από την Αραβία. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1609, έκανε την εμφάνισή του και ο καπνός. Ο συνδυασμός του καφέ και του καπνού έγινε το σήμα κατατεθέν των καφενείων, τα οποία στη συνέχεια πρόσθεσαν στην γκάμα τους το κρασί, ενώ στη Θεσσαλία προσθεσαν και το τσίπουρο. Στα καφενεία οι άνδρες κάπνιζαν, έπιναν και απολάμβαναν ιστορίες, μουσική, τάβλι, χαρτιά και άλλους τρόπους διασκέδασης, και όταν καλυτέρευε ο καιρός έβγαζαν τραπεζάκια έξω μπροστά στο καφενείο.
Τα παλιά καφενεία ήταν αποκλειστικά χώρος των ανδρών. Όμως στα χωριά, λειτουργούσαν και ως παντοπωλεία. Έτσι, γίνονταν τόπος συνάντησης και συναναστροφής όλων των ηλικιών. Τα μικρά παιδιά επισκέπτονταν συχνά τα καφενεία ως απεσταλμένοι για οικιακές προμήθειες, είτε των γονιών τους είτε των γειτόνων. Οποιοσδήποτε μεγαλύτερος τους ζητούσε κάποιο θέλημα υπάκουαν. Το έκαναν αυτό, διότι από τη μία ήταν η υποχρέωση σεβασμού προς τους μεγαλύτερους, και από την άλλη ήταν ο μόνος τρόπος να προσεγγίσουν έναν απαγορευμένο γι' αυτούς χώρο, ο οποίος περιείχε και πράγματα τα οποία κέντριζαν το παιδικό τους ενδιαφέρον.
Με την επίσκεψη ενός μικρού στο καφενείο, οι μεγάλοι αντιδρούσαν άλλοτε με κάποιο πείραγμα και άλλοτε με κάποια ερώτηση κάνοντας στον μικρό τεστ γνώσεων στην αριθμητική, στη γεωγραφία ή στην ιστορία. Οι πιτσιρίκοι-κατάσκοποι παρατηρούσαν και κατέγραφαν τον χώρο και τους ανθρώπους και μετά από μερικές επισκέψεις μάθαιναν σε ποιο μήκος κύματος κινούνταν οι γνώσεις του καθενός. Χαρακτηριστικός ήταν ο παππούς Μιχάλης, ο οποίος, με το που έβλεπε πιτσιρίκο τον ρωτούσε: ποιο γράμμα λείπει απ' το «πιστεύω»! Γενικά η παρουσία των μικρών δεν περνούσε απαρατήρητη και οποιοδήποτε παραστράτημά τους, σε λόγια ή σε έργα, δεν έμεινε αναπάντητο από τους μεγάλους. Έτσι, η μικρή κοινωνία του χωριού συμμετείχε σε σημαντικό βαθμό στη διαπαιδαγώγηση των νέων. Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να ισχύει σήμερα που έχουμε ασπασθεί αξίες και τρόπους ξένους προς τον πολιτισμό μας.
Παλαιότερα, τα καφενεία αναπτύσσονταν στην περιοχή χαμηλά προς το ποτάμι, διότι εκεί είχε περισσότερη κίνηση ανθρώπων, ταξιδιωτών και περαστικών οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το πορθμείο, αλλά και των κατοίκων, διότι ο Πηνειός ήταν εκείνη την εποχή καθημερινή τους ανάγκη. Εκεί οδηγούσαν τα ζωντανά τους για να ξεδιψάσουν, ενώ οι νοικοκυρές πήγαιναν να πλύνουν ρούχα και οικιακά σκεύη. Ήταν πηγή ζωής, είχε να προσφέρει κάτι σε όλους και φυσικά στα παιδιά, για τα οποία το ποτάμι ήταν εξερεύνηση, διασκέδαση, παιχνίδι, κολύμπι. Ο Πηνειός ήταν μαγεία και ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους.
Το πορθμείο-Καράβι
Η Γούνιτσα ήταν προορισμός πολλών ταξιδιωτών, διότι υπήρχε το πορθμείο, το λεγόμενο Καράβι, με το οποίο γινόταν το πέρασμα του ποταμού. Το πορθμείο ήταν οργανωμένο με παρακείμενο πανδοχείο (χάνι), όπου διανυκτέρευαν ταξιδιώτες και έμποροι (κυρατζήδες, αγωγιάτες) μαζί με τα ζώα τους, τα οποία μετέφεραν τα εμπορεύματα. Ο Πηνειός, το πορθμείο, η συχνή διαδρομή ταξιδιωτών και η επαφή των κατοίκων μαζί τους, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον τρόπο ζωής των κατοίκων της Γούνιτσας και στην ψυχοσύνθεσή τους. Το πορθμείο ήταν κόμβος δύο σημαντικών οδών, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Η μία οδός ήταν από τη Λάρισα προς τα Τρίκαλα και η άλλη από την Ελασσόνα-Τύρναβο προς την Κραννώνα-Φάρσαλα-Δομοκό οι οποίες χρησιμοποιούσαν το πορθμείο για τη διάβαση του Πηνειού. Για μεν τη δεύτερη οδό ήταν υποχρεωτική η διάβαση του Πηνειού από το πέρασμα της Γούνιτσας, ενώ για την πρώτη προς τα Τρίκαλα χρησιμοποιούνταν το πορθμείο κυρίως τους χειμερινούς μήνες, διότι τους καλοκαιρινούς η διάβαση γινόταν από το Κουτσόχερο, ως συντομότερτη. Όταν, όμως, άρχιζαν οι βροχοπτώσεις και «φούσκωνε» ο Πηνειός, η διάβαση του Κουτσοχέρου αδυνατούσε να λειτουργήσει και τα μόνα δυνατά σημεία διάβασης ήταν της Λάρισας και της Γούνιτσας. Όπως διαπιστώσαμε και πρόσφατα, ακόμα και στην τεράστια πλημμύρα του Σεπτεμβρίου 2023, λίγα μέτρα πλάτυνε ο πηνειός στο σημείο του πορθμείου, ενώ στο Κουτσόχερο η κατάσταση ήταν ανεξέλεκτη και καταστροφική. Όμως η εξέλιξη των συγκοινωνιών και η δημιουργία γεφυρών και νέων οδικών δικτύων, άλλαξε τα δεδομένα που επικρατούσαν για αιώνες και το πέρασμα της Γούνιτσας σταδιακά εγκαταλήφθηκε. Έτσι το νέο κέντρο του οικισμού αναπτύχθηκε ψηλότερα όπου και άνοιξαν νέα καφενεία, ενώ τα παλιά καφενεία, κοντά στο ποτάμι απαξιώθηκαν. Τα διασωθέντα συμβόλαια, τα οποία αναφέρονται ποιο κάτω, δείχνουν από τη μία πλευρά τη σημαντική αξία του πορθμείου, αλλά και από την άλλη τη σταδιακή του απαξίωση.
Στην ομαλή λειτουργία του πορθμείου βοηθούσε και η δέση (φράγμα) του νερόμυλου, 100 μέτρα πιο κάτω, η οποία μείωνε σε μεγάλο βαθμό την ορμητικότητα του ποταμού και γινόταν πολύ ομαλή η ροή των υδάτων στο σημείο του πορθμείου, όπως φαίνεται και στην παρακάτω φωτογραφία. Το πορθμείο της Γούνιτσας έγινε διάσημο, αφού κυκλοφόρησε και σε καρτ-ποστάλ με τη φωτογραφία του πρίγκιπα Νικόλαου και της συνοδίας του. Ο πρίγκιπας ευρισκόμενος στη Λάρισα, ήρθε εκδρομή με τη συνοδεία του στη Γούνιτσα κατόπιν πρόσκλησης του γαιοκτήμονα του χωριού Ευστάθιου Ιατρίδη, ο οποίος είχε σχέσεις με τους κατέχοντες την εξουσία στη Λάρισα και μετά την επίσκεψή τους «...επέστρεψαν κατενθουσιασμένοι με τα διάφορα μαγευτικά τοπία και τον λαμπρόν καιρόν», όπως αναφέρεται και στο παρακάτω δημοσίευμα της εφημερίδας Σκριπ.
Το καράβι της Γούνιτσας.
Στη φωτογραφία-καρτποστάλ είναι ο πρίγκιπας Ανδρέας και τη συνοδεία του (Νοέμβριος 1905).
Κάτω το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Σκρίπ.
Το πορθμείο έβγαινε κάθε χρόνο, την 1η Μαρτίου, σε δημοπρασία και ο ενοικιαστής του αποκόμιζε ένα σημαντικό εισόδημα, όπως φαίνεται και από κάποια μισθωτήρια συμβόλαια, τα οποία έχουν διασωθεί. Στα συμβόλαια αυτά φαίνεται και η σταδιακή απαξίωση του πορθμείου, εξαιτίας της ανάπτυξης των συγκοινωνιών. Το 1885 το νοίκιασε ο Ιωάννης Αθ. Μπαμπανίκος για 922,50 δραχμές, το 1887 ο Κωνσταντίνος Τέγου Μακρής για 653 δραχμές και το 1890 ο Τούσιος Μίχου για 563 δραχμές. Τα ποσά ήταν αρκετά σημαντικά για την εποχή τους. Στους όρους των συμβολαίων αναφέρεται ότι «οι κάτοικοι της Γούνιτσας και ο μυλωθρός (μυλωνάς) του χωριού απαλλάσσονται πάσης πληρωμής». Το Καράβι λειτούργησε μέχρι το 1937, ενώ τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του το χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι κάτοικοι του οικισμού για τη μεταφορά ζώων και εργαλείων για τις καλλιέργιές τους στο Πέρα Μέρος. Μετά την απόσυρσή του, χρησιμοποιούνταν οι βάρκες των ψαράδων.
Το Πέρα Μέρος
Το Πέρα Μέρος, δεν ήταν απλά η άλλη πλευρά του ποταμού, αλλά ήταν το Πέρα Μέρος του οικισμού της Γούνιτσας, δηλαδή μία συνοικία του χωριού στην απέναντι όχθη και σήμερα η έκταση αυτή, περίπου 300 στρεμμάτων, ανήκει σε Γουνιτσιώτες. Το Πέρα Μέρος ήταν, όπως ο Πέρα Μαχαλάς για τη Λάρισα, όπως το ξακουστό Πέραν, συνοικία της Κωνσταντινούπολης από την άλλη πλευρά του Κεράτιου. Ο οικισμός του Πέρα Μέρους είχε περισσότερη κίνηση από τον εδώ οικισμό, διότι εκτός από τις δύο οδούς, οι οποίες προαναφέρθηκαν, διερχόταν από εκεί και μία τρίτη παράλληλη με την αριστερή όχθη οδό, από Λάρισα - Πέρα Μαχαλά, Κιόσκι (σημερινές εργατικές κατοικίες) - Πέρα Μέρος - Ζάρκο - Τρίκαλα, διά μέσου των Στενών της Γούνιτσας. Έτσι εμφανίζεται ο οικισμός να πλεονεκτεί από άποψη κίνησης ανθρώπων. Όμως το πλεονέκτημα αυτό σε περιόδους ειρήνης γινόταν μειονέκτημα σε περιόδους αναστάτωσης και επιδρομών. Όταν τα τακτικά και άτακτα σώματα μετά την έξοδο από τα στενά αντίκρυζαν πεινασμένα τον οικισμό του Πέρα Μέρους φανταζόμαστε τι θα επακολουθούσε. Αυτό έγινε το 1770 μετά την αποτυχημένη επανάσταση των Ορλωφικών, όταν οι Τούρκοι προέβησαν σε αντίποινα σε όλη τη Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία. Εκείνη την περίοδο καταστράφηκε και ο ναός του Αγίου Νικολάου από διερχόμενα τουρκικά αποσπάσματα και άρχισε η παρακμή του οικισμού του Πέρα Μέρους, ο οποίος σιγά-σιγά εγκαταλήφθηκε ως ανασφαλής.
Την ύπαρξη δύο συνοικιών ενισχύει και η καταγραφή της Γούνιτσας σε δύο μοναστηριακούς κώδικες. Τον κώδικα 401 του Μεγάλου Μετεώρου, του έτους 1520, και τον ιεροσολυμιτικό κώδικα 509 του έτους 1660, όπου αναφέρονται δύο οικογένειες ιερέων, δηλαδή υπήρχαν δύο ενορίες. Η μία με ενοριακό ναό τον Άγιο Αθανάσιο, ναό του 12ου αιώνα, και η άλλη με ενοριακό ναό τον Άγιο Νικόλαο στο Πέρα Μέρος.
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν καταστράφηκε ο ναός του Αγίου Νικολάου μεταφέρθηκαν, όλα τα κειμήλια και οι εικόνες του, στον καινούργιο ναό ο οποίος χτίστηκε από την εδώ μεριά και υπάρχει μέχρι σήμερα. Όμως η εικόνα του Αγίου εξαφανιζόταν και την εύρισκαν στην αρχική της θέση. Αυτό σταμάτησε, όταν κτίστηκε στο Πέρα Μέρος ένα μικρό εικονοστάσι για τον Άγιο Νικόλαο.
Το εικονοστάσι του Αγίου Νικολάου στο Πέρα Μέρος, λίγο πριν το εξαφανίσει η πλημμύρα "Ντάνιελ".
Ο Γάλλος περιηγητής Λεόν Εζέ (Leon Heuzey), ο οποίος πέρασε από τη Γούνιτσα το 1858, αναφέρει κατεστραμμένου ναό του Αγίου Νικολάου στο Πέρα Μέρος. Αυτό επιβεβαιώνει την ύπαρξη του ναού, ενώ ένας σωρός ερειπίων και σχετικά ευρήματα, μαρτυρούν την ακριβή του θέση (σημείο 1 στον δορυφορικό χάρτη). Ακριβώς, αυτή τη θέση μας είχε υποδείξει και ένας παλιός βαρκάρης-ψαράς, ο Κώστας Μαλλιαρής!
Δορυφορική εικόνα (Google), της Γούνιτσας και του Πέρα Μέρους. Στις σημειωμένες θέσεις βρίσκονται: 1) Ο παλιός ναού του Αγίου Νικολάου στο Πέρα μέρος, 2) ο νεότερος ναός του Αγίου Νικολάου, 3) ο ναός του Αγίου Αθανασίου, 4) Το πορθμείο (Καράβι), 5) η δέση, 6) ο μύλος, 7) το πανδοχείο, 8) το καφενείο του Νίκου Παζάρα, 9) το καφενείο του Πέτρου Τσαλέρα, 10) το καφενείο του Νικολάου Μπουκουβάλα, 11) το καφενείο του Σωτήρη Καραγούσιου, 12) το καφενείο του Δημητρίου Μητράκα, 13) το καφενείο του Βάιου Παζάρα, 14) το καφενείο των αδελφών Γεωργίου Καραμούτη, στο οποίο μεταφέρθηκε το καφενείο του Βάιου Παζάρα, 15) το καφενείο του Σωτήρη Σιούτα.
Τα καφενεία
α) Το καφενείο του πανδοχείου (σημείο 7)
Το καφενείο του πανδοχείου, κοντά στο πορθμείο. Για το καφενείο αυτό μας μαρτυρεί ο μπαρμπα-Θανάσης Πολύζος, ο οποίος το έζησε μικρός, όταν το έστελναν για προμήθεις οι γονείς του και οι γείτονες ή για να αγοράσει καραμέλες για τον ίδιο.
Ο Θανάσης Πολύζος στον χώρο του πανδοχείου, θυμάται και μας περιγράφει.
«Το πανδοχείο» λέει, «ήταν ψηλό, πατωμένο (διώροφο). Πάνω είχε υπνοδωμάτια και κάτω μαγαζί, μπακάλικο και μαγειρείο. Τα ζώα των κυρατζήδων περνούσαν από μία στοά, η οποία οδηγούσε στο πίσω μέρος του πανδοχείου, όπου υπήρχε ασφαλές μέρος για τη διανυκτέρευσή τους. Εξωτερικά και συνεχόμενα του πανδοχείου υπήρχαν καμιά δεκαριά ισόγεια δωμάτια για διαμονή ή διανυκτέρευση. Τα έφτιαξαν αυτά, επειδή υπήρχε το "καράβι" και πάαιναν - έρχονταν πολλοί. Και μία δόση, ανέβηκαν κάποιοι βλάχοι με τα μπλάρια τους για να περάσουν στο Πέρα Μέρος και τους πήρε το καράβι ασβάρνα κι εκεί στη γωνία στον πλάτανο τον μεγάλο, στη Δέση, τσακωθήκαν απ΄ τις ιτιές και σταμάτησαν. Θα πνίγονταν οι βλάχοι και τα μπλάρια όλοι μαζί. Ήταν λίγο πλημμύρα και παρασύρθηκε το καράβι. Το πανδοχείο είχε απ' έξω ένα χώρο σκεπασμένο και ένα χωμάτινο πεζούλι όπου κάθονταν ο κόσμος που ερχόταν στο μαγαζί. Οι μικροί ερχόμασταν και παίρναμε καραμέλες. Το μαγαζί το είχε, τότε, ο Μπατσιτέγος. Μετά τον θάνατό του το αγόρασε ο Νικολίτσας, αλλά δεν είχε πλέον μαγαζί. Άνοιξε μαγαζί, εκεί κοντά, ο Παζάρας».
β) Το καφενείο του Νίκου Παζάρα (σημείο 8)
Λίγο πιο πάνω, καμιά εκατοστή μέτρα από το πανδοχείο, νοτιότερα και σε κομβικό σημείο, ήταν το καφενείο του Νίκου Παζάρα. Ήταν και αυτό προσήλιο και μπροστά του υπήρχε μεγάλος χώρος, σαν πλατεία. Το καφενείο το λειτούργησε, μέχρι τα γεράματά του, ο μπαρμπα-Νίκος και στη συνέχεια, στη δεκαετία του 1960, το παρέλαβε ο γιος του Βάιος, ο οποίος το μετέφερε στο νέο κέντρο του χωριού, στη σημερινή πλατεία.
Το καφενείο του Νίκου Παζάρα (1986).
«Εκεί είναι το καφενείο του Παζάρα και εδώ στον αύλιο χώρο του έγινε ο χορός στον γάμο μου, τον Φεβρουάριο του 1926» λέει ο παππούς Σταμουλάκης Γραμμένος.
«Για φαγητό δεν είχαμε και πολλά πράματα, αλλά από χορό… του δίναμε να καταλάβει».
γ) Το καφενείο του Πέτρου Τσαλέρα (σημείο 9)
Κοντά, σχεδόν απέναντι από το καφενείο του Νίκου Παζάρα λειτουργούσε, μέχρι τη δεκαετία του 1950, και το καφενείο του Πέτρου Τσαλέρα. Δεν διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες για τη διάρκεια της λειτουργίας του.
Η θέση του καφενείου του Πέτρου Τσαλέρα στον πολυσύχναστο εκείνη την εποχή δρόμο προς τον Άγιο Νικόλο, αριστερά στη φωτογραφία.
Το καφενείο του Πέτρου Τσαλέρα (φωτ. Δεκέμβριος 2015).
δ) Το καφενείο του Νίκου Μπουκουβάλα
Θαμώνες στο καφενείο του Νίκου Μπουκουβάλα. Η φωτογραφία είναι του 1982 και διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά οι: Δημήτριος Μητράκας, Νίκος Παζάρας, Στέργιος Πολύζος, Ζήσης Μαλάκος, Τάκης Χασιώτης (με γυρισμένη την πλάτη), Πολύζος Αθανάσιος, Θανάσης Ευαγγελούλης (όρθιος), Κώστας Βασιλειάδης (είναι πίσω από τον Λουκά και φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία), Μήτσος Σιούτας, Αλέξανδρος Γκαντζώρας (με γυρισμένη την πλάτη), Νίκος Μπουκουβάλας (καταστηματάρχης), Θύμιος Γραμμένος, Βασίλης Καούνας, Χρήστος Ντιντής (με το καπέλο), Τάκης Γραμμένος (με το καπέλο), Κώστας Ευαγγελούλης, Χρήστος Τσαλέρας και Γιώργος Μητράκας (και οι δύο με γυρισμένη την πλάτη), Τάκης Γκαντζώρας, Θανάσης Ευαγγελούλης, Θανάσης Σιούτας και Δημήτρης Σιούτας ((με γυρισμένη την πλάτη φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία).
Οι θαμώνες από άλλη πλευρά.
Εδώ διακρίνεται ο ψαράς Κώστας Μαλλιαρής, δείχνοντας τα φρέσκα ψάρια που έχει για πούλημα.
Το καφενείο του Νίκου Μπουκουβάλα, άρχισε να λειτουργεί το 1952. Γνώρισε μεγάλες δόξες κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 διοργανώνοντας πανηγύρια, αποκριάτικους και πασχαλινούς χορούς, ενώ ακόμα και τα Σαββατόβραδα γέμιζε ασφυκτικά για γλέντι και χορό. Σ’ αυτό συνέβαλε και το μεράκι του καταστηματάρχη στη μουσική και στον χορό. Το έτος 1970, έσπασε το ανδρικό κατεστημένο του καφενείου, διότι με τον ερχομό της πρώτης τηλεόρασης άρχισε ο χώρος του καφενείου να κατακλύζεται και από γυναικείο πληθυσμό. Τα σήριαλ «Άγνωστος Πόλεμος (Συνταγματάρχης Βαρτάνης)» και «Παράξενος Ταξιδιώτης» έφταναν την αγωνία στο κατακόρυφο και γέμιζαν το καφενείο με κόσμο όλων των ηλικιών και των φύλων. Ήταν η κοινωνική εποχή της τηλεόρασης. Αυτό δεν κράτησε πολύ, διότι η οικονομική πρόοδος, έδωσε τη δυνατότητα στον καθένα να αποκτήσει δική του τηλεόραση και έτσι ο κόσμος κλείστηκε στο σπίτι του. Το καφενείο του Μπουκουβάλα, στη συνέχεια, αναπτύχθηκε σημαντικά σαν παντοπωλείο φτάνοντας στο σημείο να προσφέρει όλα τα είδη ενός σούπερ μάρκετ και ο Νίκος Μπουκουβάλας και επέκτεινε τη δραστηριότητά του και σε γειτονικό οικισμό. Το καφενείο συνεχίζει και σήμερα τη λειτουργία του από τον γιο του Αποστόλη και τη μητέρα του Βασιλική (Κούλα).
ε) Το καφενείο του Σωτήρη Καραγούσιου (σημείο 11)
Πολύ κοντά στο πανδοχείο λειτούργησε για μερικά χρόνια, στη δεκαετία του 1950-1960, το μαγαζί του Σωτήρη Καραγούσιου.
στ) Το καφενείο του Δημητρίου Μητράκα (σημείο 12)
Το καφενείο του Δημητρίου Μητράκα, το οποίο είχε σύντομη διάρκεια ζωής, κατά τη δεκαετία του 1950-1960. Σήμερα ο εγγονός του Δημήτριος, συνεχίζει αυτό που άφησε ο παπούς του και λειτουργεί το καφενείο των αδερφών Καραμούτη, ενναλάξ με τον Γιώργο Καραμούτη..
ζ) Το παλιό καφενείο του Βάιου Παζάρα (σημείο 13)
Στη δεκαετία του 1960, ο Βάιος γιος του Νίκου Παζάρα, παρέλαβε το παλιό καφενείο του πατέρα του και σύντομα το μετέφερε στη νέο κέντρο του χωριού κοντά στην πλατεία. Πήρε ένα μέρος μιας παλιάς πέτρινης οικίας, το οποίο έβλεπε την πλατεία. Εκεί ο μπαρμπα-Βάιος έγραψε ιστορία. Σε αυτόν τον χώρο λειτούργησε το καφενείο του για μία εικοσαετία, οργάνωνε για αρκετά χρόνια το γλέντι στο πανηγύρι με ζωντανές ορχήστρες, οι οποίες είχαν μεγάλη άνθηση εκείνη την εποχή, ενώ προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, όταν ήρθε στο χωριό ο ηλεκτρισμός και το ηλεκτρόφωνο (τζουκ-μποξ), το καφενείο έγινε το στέκι της νεολαίας. Ερχόταν και "μάγκες" από τη Λάρισα με τις "μηχανές" και πίνοντας χόρευαν τις μεγάλες λαϊκές επιτυχίες της εποχής. Σήμερα, ο χώρος του καφενείου αυτού δεν υπάρχει.
η) Το καφενείο των αδερφών Γεωργίου Καραμούτη. Καφέ-Μπαρ «Η Καλή Καρδιά» (σημείο 14)
Στη δεκαετία του 1960, χτίζεται ένα καινούργιο καφενείο, αυτό των αδερφών Γεωργίου Καραμούτη, με τον τίτλο Καφέ-Μπαρ «Η Καλή Καρδιά». Το λειτούργησαν για μερικά χρόνια οι αδερφοί Καραμούτη και στη συνέχεια, στον χώρο του, μεταφέρθηκε το καφενείο του Βάιου Παζάρα.
θ) Το νέο καφενείο του Βάιου Παζάρα
Ο μπαρμπα Βάιος αναζητούσε έναν χώρο με μεγαλύτερη άνεση και όταν κατά το 1970 (;) συμφώνησε με τους αδερφούς Γεωργίου Καραμούτη, βρήκε τον κατάλληλο χώρο. Το καφενείο αυτό είχε και προαύλιο, γι’ αυτό και από την ίδρυσή του άρχισε να φιλοξενεί εκδηλώσεις, όπως παραστάσεις καραγκιόζη και θερινές προβολές κινηματογράφου, οι οποίες, λόγω της επιτυχίας, αρχίσαν να γίνονται και χειμερινές εντός του καφενείου.
Παρέα ανδρών στο προσήλιο του νέου καφενείου του Βάιου Παζάρα.
Πάνω και κάτω άλλες δύο εικόνες μπροστά στο καφενείο.
Ο μπάρμπα Βάιος εξυπηρετεί την πελατεία του.
Τα δύο αυτά καφενεία, του Μπουκουβάλα και του Παζάρα, συνέχισαν για αρκετές δεκαετίες την παράλληλη λειτουργία τους, έχοντας το καθένα τη δική του ταυτότητα και πελατεία. Του Μπουκουβάλα με χρώμα και ήχους παραδοσιακούς, ενώ του Παζάρα προς το μοντέρνο και ήχους λαϊκούς. Βρισκόμενα το ένα απέναντι από το άλλο ήταν το επίκεντρο της κίνησης του χωριού και τα Σαββατοκύριακα ο χώρος έσφυζε από ζωή. Τότε τα Σαββατόβραδα ήταν πολύ χαρούμενα και οι Κυριακές πολύ λαμπερές, «ίδια Χριστός Ανέστη» που λέει και το τραγούδι (Καζαντζίδης-Θεοδωράκης-Λιβαδίτης). Ήταν πραγματικές Κυριακές. Ο μπαρμπα-Βάιος, μετά τη συνταξιοδότησή του, παρέδωσε το καφενείο στους κατόχους του, η νεότερη γενιά των οποίων, όπως προαναφέρεται, συνεχίζει τη λειτουργία του μέχρι σήμερα.
ι) Το καφενείο του Σωτήρη Σιούτα (σημείο 15)
Τη δεκαετία του 1980 έκανε την εμφάνισή του το καφενείο του Σιούτα. Νέος και άνετος χώρος άρχισε να προσελκύει περισσότερο τη νεολαία, έχοντας μπροστά του το πλεονέκτημα τις πλατείας.
Το καφενείο του Σωτήρη Σιούτα, και μπροστά του ο άπλετος χώρος της πλατείας.